γκέγκε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκέγκε < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη gjegje (απάντηση / υπακοή) < gjegj (απαντάω / υπακούω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
γκέγκε
- (ιδιωματικό) έκφραση που συνήθως χρησιμοποιείται ερωτηματικά: «κατάλαβες;»[1], «εντάξει;», «το'πιασες;», «έγινα αντιληπτός;»
- ※ Κλείσαμε! είπε ο Μενέλαος. Εγώ βασικά θα περάσω να πάρω την Ιφιγένεια και την Αρετή που δεν έχουν αυτοκίνητο και θα βρεθούμε όλοι εκεί στις εννιά. Γκέγκε; (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, Εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
- ※ ... Αυτά τά ωραία από τόν τόπο πού ανθεί ή φαιδρά πορτοκαλέα. Καταλαβίγκος τό λοιπόν φίλοι μου; Γκέγκε ή νούκου γκέγκε; (ArgolidaMagazine, 25/5/2022 [1])
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Με παρόμοια χρήση:
- καπίτο; (από την ιταλική)
- κομπρέντε; (από την ισπανική)
- καταλαβίγκος;
- καταλαβαρδίγκος;