γκέιλικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκέιλικ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]