γκέμι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκέμι | τα | γκέμια |
| γενική | του | γκεμιού | των | γκεμιών |
| αιτιατική | το | γκέμι | τα | γκέμια |
| κλητική | γκέμι | γκέμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκέμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gem (ίσως < (…) < αρχαία ελληνική κημός) (πιθανό αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκέμι ουδέτερο
- το χαλινάρι
- ※ "Ευχαριστώ!Ευχαριστώ!" και μ' ένα πήδημα σάλταρε στο κάρο, πήρε τα γκέμια, σήκωσε το καμουτσίκι (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1946)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκέμι
|
→ δείτε τη λέξη χαλινάρι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)