γκέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκέτα οι γκέτες
      γενική της γκέτας των γκετών
    αιτιατική την γκέτα τις γκέτες
     κλητική γκέτα γκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική gheta (πρβ. ιταλική ghette)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκέτα θηλυκό

  1. κάλυμμα της γάμπας ή του χεριού, τμήμα στολής στρατιωτών αρχικά
  2. περικνήμιο
    • κάλτσα σωλήνα γάμπας-κνήμης (όχι κλασική μακριά κάλτσα)






Μεταφράσεις[επεξεργασία]