γκαζιερατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- γκαζιερατζής αρσενικό,
- ο τεχνίτης που επιδιορθώνει γκαζιέρες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- οι γκαζιερατζήδες δεν ήταν πλανόδιοι τεχνίτες, αντίθετα διατηρούσαν μικρά καταστήματα - εργαστήρια στα οποία επιδιόρθωναν γκαζιέρες καθώς και θερμάστρες πετρελαίου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαζιερατζής
|