γκαζιερατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκαζιερατζής οι γκαζιερατζήδες
      γενική του γκαζιερατζή των γκαζιερατζήδων
    αιτιατική τον γκαζιερατζή τους γκαζιερατζήδες
     κλητική γκαζιερατζή γκαζιερατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαζιερατζής < γκαζιέρα + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκαζιερατζής αρσενικό,
  • ο τεχνίτης που επιδιορθώνει γκαζιέρες

Συγγενικά[επεξεργασία]

* γκαζιεράς
* γκαζιεράδικο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • οι γκαζιερατζήδες δεν ήταν πλανόδιοι τεχνίτες, αντίθετα διατηρούσαν μικρά καταστήματα - εργαστήρια στα οποία επιδιόρθωναν γκαζιέρες καθώς και θερμάστρες πετρελαίου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]