γκαζωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκαζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκαζώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]γκαζωμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει υπερβολική ταχύτητα
- (οικείο) του οποίου το ηθικό έχει αυξηθεί πάρα πολύ
- γκαζωμένοι εμφανίστηκαν οι παίκτες στο στάδιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκαζωμένος
|