Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκαζόμετρο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαζόμετρο τα γκαζόμετρα
      γενική του γκαζόμετρου των γκαζόμετρων
    αιτιατική το γκαζόμετρο τα γκαζόμετρα
     κλητική γκαζόμετρο γκαζόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαζόμετρο < γκάζι + -ο- + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gasometer)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκαζόμετρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]