γκαζόμετρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκαζόμετρο ουδέτερο
- (χημεία) (παρωχημένο) συσκευή που χρησιμοποιείται για να αποθηκεύεται κάποιο αέριο ή να μετριέται η ροή ενός αερίου, ιδίως σε κάποιο εργαστήριο χημείας