γκαζώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡaˈzo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐ζώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γκαζώνομαι, π.αόρ.: γκαζώθηκα, μτχ.π.π.: γκαζωμένος
- παθητική φωνή του ρήματος γκαζώνω