γκαμσίζης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γκαμσίζης | η | γκαμσίζα | το | γκαμσίζικο |
γενική | του | γκαμσίζη | της | γκαμσίζας | του | γκαμσίζικου |
αιτιατική | τον | γκαμσίζη | την | γκαμσίζα | το | γκαμσίζικο |
κλητική | γκαμσίζη | γκαμσίζα | γκαμσίζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γκαμσίζηδες | οι | γκαμσίζες | τα | γκαμσίζικα |
γενική | των | γκαμσίζηδων | — | των | γκαμσίζικων | |
αιτιατική | τους | γκαμσίζηδες | τις | γκαμσίζες | τα | γκαμσίζικα |
κλητική | γκαμσίζηδες | γκαμσίζες | γκαμσίζικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαμσίζης < τουρκική gamsız (ανέμελος προς το αναίσθητος)
Επίθετο[επεξεργασία]
γκαμσίζης,α,ίζικο
- ο αναίσθητος, ο άπονος, ο αδιάφορος
- Μα τι γκαμσίζης άνθρωπος! Ο κόσμος να καίγεται αυτός άμα δεν τελειώσει η παρτίδα δεν σηκώνεται από την τσόχα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαμσίζης
|