γκαρμπολάχανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαρμπολάχανο < καρμπολάχανο με τροπή [k] > [ɡ] < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρμπολάχανο < *κραμπολάχανο < αρχαία ελληνική κράμβη + -ο- + λάχανον (λάχανο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαρμπολάχανο ουδέτερο
- (λαχανικό) το καρμπολάχανο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαρμπολάχανο
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαχανικά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)