γκαρσονιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαρσονιέρα | οι | γκαρσονιέρες |
γενική | της | γκαρσονιέρας | — | |
αιτιατική | την | γκαρσονιέρα | τις | γκαρσονιέρες |
κλητική | γκαρσονιέρα | γκαρσονιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαρσονιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική garçonnière (θηλυκό του garçonnier: αγορίστικος) + κατάληξη θηλυκού -α [1] με -ière (-ιέρα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡaɾ.soˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκαρ‐σο‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαρσονιέρα θηλυκό
- διαμέρισμα με ένα μικρό δωμάτιο
- ↪ Έδινε την εικόνα του καλού οικογενειάρχη, αλλά είχε και μια γκαρσονιέρα στο κέντρο όπου συναντούσε τις φιλενάδες του.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε και τη λέξη στούντιο
γκαρσονιέρα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γκαρσονιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)