Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκαρσόνι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαρσόνι τα γκαρσόνια
      γενική του γκαρσονιού των γκαρσονιών
    αιτιατική το γκαρσόνι τα γκαρσόνια
     κλητική γκαρσόνι γκαρσόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκαρσόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική garçon, γκαρσόν +
Γκαρσόνι που σερβίρει κρασί.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκαρσόνι ουδέτερο (θηλυκό γκαρσόνα)

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]