γκαρσόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαρσόνι | τα | γκαρσόνια |
γενική | του | γκαρσονιού | των | γκαρσονιών |
αιτιατική | το | γκαρσόνι | τα | γκαρσόνια |
κλητική | γκαρσόνι | γκαρσόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκαρσόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική garçon, γκαρσόν + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκαρσόνι ουδέτερο (θηλυκό γκαρσόνα)
- (επάγγελμα) ο σερβιτόρος
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκαρσόνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)