γκεβεζιλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
γενική | του | γκεβεζιλικιού | των | γκεβεζιλικιών |
αιτιατική | το | γκεβεζιλίκι | τα | γκεβεζιλίκια |
κλητική | γκεβεζιλίκι | γκεβεζιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκεβεζιλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gevezelik
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκεβεζιλίκι ουδέτερο (& γκεβεζελίκι)
- το να μιλάει κανείς ακατάπαυστα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φλυαρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λίκι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)