γκελ γκελ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκελ γκελ : τουρκική gel, → δείτε τη λέξη γκελ

Έκφραση[επεξεργασία]

γκελ γκελ

  • έλα έλα που λέγεται θωπευτικά ως "έλα μου - έλα μου"
  • η φράση αυτή αποδίδεται ποιητικά και σε λαϊκά κυρίως χορευτικά τραγούδια με ιδιαίτερο ρυθμικό χαρακτήρα.

Συγγενικά[επεξεργασία]