γκεστάπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκεστάπο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestapo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɟeˈsta.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκε‐στά‐πο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκεστάπο θηλυκό άκλιτο

  1. (ιστορία) η «Μυστική Κρατική Αστυνομία» της Ναζιστικής Γερμανίας
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για πρόσωπο που είναι αυταρχικό, που θέλει να ελέγχει ή να γνωρίζει τα πάντα
    ο αδελφός της είναι σωστή γκεστάπο, δεν μπορεί να το κουνήσει ρούπι από το σπίτι χωρίς αυτός να το μάθει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]