Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκιζέρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκιζέρι τα γκιζέρια
      γενική του γκιζεριού των γκιζεριών
    αιτιατική το γκιζέρι τα γκιζέρια
     κλητική γκιζέρι γκιζέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκιζέρι < τουρκική gezi (= περίπατος, βόλτα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκιζέρι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]