γκιούμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκιούμι | τα | γκιούμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκιούμι | τα | γκιούμια |
κλητική | γκιούμι | γκιούμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκιούμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική گوگم (güğüm) (τουρκική güğüm)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκιούμι ουδέτερο
- (παρωχημένο) καρδάρι, μεταλλικό δοχείο στο οποίο μάζευαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι μετά από το άρμεγμα
- είδος μπρικιού ή κανάτας που μοιάζει με το (1)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)