γκιούμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκιούμι τα γκιούμια
      γενική
    αιτιατική το γκιούμι τα γκιούμια
     κλητική γκιούμι γκιούμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκιούμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική گوگم (güğüm) (τουρκική güğüm)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκιούμι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) καρδάρι, μεταλλικό δοχείο στο οποίο μάζευαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι μετά από το άρμεγμα
  2. είδος μπρικιού ή κανάτας που μοιάζει με το (1)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]