γκιόσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκιόσα | οι | γκιόσες |
γενική | της | γκιόσας | — | |
αιτιατική | την | γκιόσα | τις | γκιόσες |
κλητική | γκιόσα | γκιόσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκιόσα < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική ghes (μαύρη γίδα με καστανές ρίγες)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκιόσα θηλυκό
- μεγάλη σε ηλικία προβατίνα ή γίδα
- (μειωτικό) γυναίκα με γέρικη και άσχημη εμφάνιση
- προβατίνα ή γίδα που δεν μπορεί πια να γεννήσει
- κρέας προβατίνας ή γίδας που ψήνεται σε φούρνο κλειστό με πηλό για πολλές ώρες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκιόσα
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)