γκλάμουρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκλάμουρ < αγγλική glamour < σκοτς glamer (γοητεία, ομορφιά) < μέση αγγλική gramarye (γραμματική, μάθηση, απόκρυφη γνώση) < παλαιά γαλλικά gramaire (γραμματική) < λατινική grammatica < αρχαία ελληνική γραμματική, θηλυκό του γραμματικός < γράμμα < γράφω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gerbʰ- (χαράσσω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκλάμουρ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- γκλαμουράτος
- γκλαμουριά
- → δείτε τη λέξη γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκλάμουρ
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)