Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκλιτς

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκλιτς < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκλιτς ουδέτερο άκλιτο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]