Μετάβαση στο περιεχόμενο

γκλιτσάρω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκλιτσάρω < γκλιτς + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική glitch

γκλιτσάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]