γκολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

γκολ στην υδατοσφαίριση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκολ < αγγλική goal

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκολ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) (στο ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα) τρόπος σκοραρίσματος όταν η μπάλα περνά ανάμεσα στο οριζόντιο και τα δύο κατακόρυφα δοκάρια του τέρματος
  2. (αθλητισμός) (στο ράγκμπι) τρόπος σκοραρίσματος όπου ένας παίκτης, με ένα λάκτισμα, περνά τη μπάλα πάνω από το οριζόντιο και ανάμεσα στα δύο κατακόρυφα δοκάρια του τέρματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]