γκουλάγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκουλάγκ < ρωσική ГУЛАГ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκουλάγκ ουδέτερο άκλιτο ή γκούλαγκ

  1. στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι
  2. αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]