γκούγκολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκούγκολ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκούγκολ ουδέτερο άκλιτο

  • [10^100], αριθμός ισοδύναμος με το δέκα υψωμένο στην εκατοστή δύναμη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]