γκρανγκινιόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρανγκινιόλ < γαλλική grand guignol

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρανγκινιόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. μεγάλο γκινιόλ
  2. σκηνή, ή υπόθεση τρόμου, αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός κινηματογραφικών έργων τρόμου
  3. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κατάστασης που δημιουργεί τρόμο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • έργα γκρανγκινιόλ πρωτοεμφανίστηκαν στη Μονμάρτη, στη Γαλλία.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]