γκρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γκρας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκρας οι γκράδες
      γενική του γκρα των γκράδων
    αιτιατική τον γκρα τους γκράδες
     κλητική γκρα γκράδες
Είναι μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρας < ορθογραφικό δάνειο από τη γαλλική Gras, το επώνυμο του Γάλλου κατασκευαστή του τουφεκιού, Basile Gras (γαλλική προφορά επωνύμου: /gʁa/)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɡɾas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρας αρσενικό

  1. (οπλισμός, ιστορία) είδος παλιού οπισθογεμούς τουφεκιού
  2. (μεταφορικά, για πρόσωπα, παρωχημένο)
    1. αργόστροφος, που δεν καταλαβαίνει γρήγορα (επειδή ήταν ένα όπλο αργό στη χρήση του)
    2. κακός μαθητής
       συνώνυμα: σκράπας
    3. ο ντόμπρος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]