γκρεμοτσακίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /gre.mo.tsaˈki.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρε‐μο‐τσα‐κί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
γκρεμοτσακίζω (παθητική φωνή: γκρεμοτσακίζομαι)
- (κυριολεκτικά) ρίχνω κάποιον σε γκρεμό ή σε απότομο τόπο, ώστε να τσακιστεί
- (μεταφορικά) ρίχνω, εξαφανίζω, ξεκουμπίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γκρεμοτσακίδια
- γκρεμοτσάκισμα
- γκρεμοτσακιστά
- γκρεμοτσακισμένος
- → δείτε τις λέξεις γκρεμός και τσακίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκρεμοτσακίζω | γκρεμοτσάκιζα | θα γκρεμοτσακίζω | να γκρεμοτσακίζω | γκρεμοτσακίζοντας | |
β' ενικ. | γκρεμοτσακίζεις | γκρεμοτσάκιζες | θα γκρεμοτσακίζεις | να γκρεμοτσακίζεις | γκρεμοτσάκιζε | |
γ' ενικ. | γκρεμοτσακίζει | γκρεμοτσάκιζε | θα γκρεμοτσακίζει | να γκρεμοτσακίζει | ||
α' πληθ. | γκρεμοτσακίζουμε | γκρεμοτσακίζαμε | θα γκρεμοτσακίζουμε | να γκρεμοτσακίζουμε | ||
β' πληθ. | γκρεμοτσακίζετε | γκρεμοτσακίζατε | θα γκρεμοτσακίζετε | να γκρεμοτσακίζετε | γκρεμοτσακίζετε | |
γ' πληθ. | γκρεμοτσακίζουν(ε) | γκρεμοτσάκιζαν γκρεμοτσακίζαν(ε) |
θα γκρεμοτσακίζουν(ε) | να γκρεμοτσακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκρεμοτσάκισα | θα γκρεμοτσακίσω | να γκρεμοτσακίσω | γκρεμοτσακίσει | ||
β' ενικ. | γκρεμοτσάκισες | θα γκρεμοτσακίσεις | να γκρεμοτσακίσεις | γκρεμοτσάκισε | ||
γ' ενικ. | γκρεμοτσάκισε | θα γκρεμοτσακίσει | να γκρεμοτσακίσει | |||
α' πληθ. | γκρεμοτσακίσαμε | θα γκρεμοτσακίσουμε | να γκρεμοτσακίσουμε | |||
β' πληθ. | γκρεμοτσακίσατε | θα γκρεμοτσακίσετε | να γκρεμοτσακίσετε | γκρεμοτσακίστε | ||
γ' πληθ. | γκρεμοτσάκισαν γκρεμοτσακίσαν(ε) |
θα γκρεμοτσακίσουν(ε) | να γκρεμοτσακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκρεμοτσακίσει | είχα γκρεμοτσακίσει | θα έχω γκρεμοτσακίσει | να έχω γκρεμοτσακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκρεμοτσακίσει | είχες γκρεμοτσακίσει | θα έχεις γκρεμοτσακίσει | να έχεις γκρεμοτσακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γκρεμοτσακίσει | είχε γκρεμοτσακίσει | θα έχει γκρεμοτσακίσει | να έχει γκρεμοτσακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκρεμοτσακίσει | είχαμε γκρεμοτσακίσει | θα έχουμε γκρεμοτσακίσει | να έχουμε γκρεμοτσακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκρεμοτσακίσει | είχατε γκρεμοτσακίσει | θα έχετε γκρεμοτσακίσει | να έχετε γκρεμοτσακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γκρεμοτσακίσει | είχαν γκρεμοτσακίσει | θα έχουν γκρεμοτσακίσει | να έχουν γκρεμοτσακίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρεμοτσακίζω
|