γκρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρι ουδέτερο άκλιτο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γκρίζος