γκρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρι ουδέτερο (ακλιτο)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γκρίζος