γκριμάτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκριμάτσα οι γκριμάτσες
      γενική της γκριμάτσας
    αιτιατική την γκριμάτσα τις γκριμάτσες
     κλητική γκριμάτσα γκριμάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκριμάτσα < γαλλική grimace < μέση γαλλική grimace < παλαιά γαλλική grimace / grimuche < grime (μάσκα) + -ace < φραγκική *grīma / *grīmo (μάσκα) < πρωτογερμανική *grīmô (μάσκα, περικεφαλαία) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghrēi-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκριμάτσα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]