γκρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκρο < gros

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκρο ουδέτερο άκλιτο

  1. το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
  2. συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]