γκρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρο < gros
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρο ουδέτερο άκλιτο
- το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
- συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρο
|