γκροτέσκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡɾoˈte.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρο‐τέ‐σκο
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- γκροτέσκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκροτέσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκροτέσκο ουδέτερο
- το χονδροειδές
- γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο
- οτιδήποτε απαίσιο ή τρομακτικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις γκροτέσκος και κρύβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκροτέσκο
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- γκροτέσκο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γκροτέσκο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του γκροτέσκος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γκροτέσκος
Πηγές[επεξεργασία]
- γκροτέσκος, γκροτέσκο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)