γκροτέσκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡɾoˈte.sko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρο‐τέ‐σκο

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκροτέσκο τα γκροτέσκα
      γενική του γκροτέσκου των γκροτέσκων
    αιτιατική το γκροτέσκο τα γκροτέσκα
     κλητική γκροτέσκο γκροτέσκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γκροτέσκο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκροτέσκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκροτέσκο ουδέτερο

  1. το χονδροειδές
  2. γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο
  3. οτιδήποτε απαίσιο ή τρομακτικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

γκροτέσκο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γκροτέσκο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του γκροτέσκος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γκροτέσκος

Πηγές[επεξεργασία]