γκόμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκόμα | οι | γκόμες |
γενική | της | γκόμας | των | γκομών |
αιτιατική | την | γκόμα | τις | γκόμες |
κλητική | γκόμα | γκόμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκόμα < βενετική goma < ιταλική gomma < υστερολατινική gumma / cumma < λατινική commis < αρχαία ελληνική κόμμι (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά ḳmj.t
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκόμα θηλυκό
- άλλη μορφή του γόμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκόμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)