γλάσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλάσο < γλασάρω < ιταλική glassare (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλάσο ουδέτερο και γκλάσο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]