γλέντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλέντι | τα | γλέντια |
γενική | του | γλεντιού | των | γλεντιών |
αιτιατική | το | γλέντι | τα | γλέντια |
κλητική | γλέντι | γλέντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλέντι < (άμεσο δάνειο) τουρκική eğlenti
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλέντι ουδέτερο
- έντονη διασκέδαση, συνήθως με ποτό χορό και τραγούδι
- το γλέντι κράτησε μέχρι το πρωί
- Ω ρε γλέντια..., θα φάμε..., θα πιούμε ... και νηστικοί θα κοιμηθούμε! (Καραγκιόζης)
- τάφαγε όλα στα γλέντια (επί ασωτείας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γλεντώ