γλήγορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
γλήγορα
- (λαϊκό, προφορικό), άλλη μορφή του γρήγορα
- ※ Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, | δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, | γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, | πού 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.
- «Του Διάκου», στο: Νικόλαος Ι. Κουφός, Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ανθολογία δημοτικής ποιήσεως (Αθήνα: Σείριος, 1970), σ. 82.
- ※ Αφού έτρωγαν έκαμναν διάφορα παιχνίδια, έλεγαν αποκρηάτικα αστεία, βρετά, τραγούδια, γλωσσοδέτες, δυσκολεύουνταν να τα πούνε γλήγορα, τάλεγαν παραλλαγμένα και γελούσανε.
- Ελπινίκη Σταμούλη Σαραντή, «Δημοτικά τραγούδια της Θράκης», Θρακικά 11 (1939), σ. 27.
- ※ Ο χρόνος απόψε φεύγει γλήγορα | Με τα πόδια στους ώμους
- ※ Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, | δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, | γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, | πού 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γλήγορα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (γλήγορο) του γλήγορος