γλακώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλακώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) < ελληνιστική κοινή ἐκλακῶ < ἐκ + λακῶ. Δείτε και λακάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣlaˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλα‐κώ
Ρήμα[επεξεργασία]
γλακώ
- (ιδιωματικό, κρητικά) τρέχω να προφτάσω, να αποφύγω κάτι ή για να καταφύγω κάπου[1]
- ※ 1830, Ο καταδικασμός τση Κρήτης, παραδοσιακό
- 'Σ' την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας
- και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε
- ξυπόλυτοι κι ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε. (@books.google)
- Νικόλαος Πολίτης, Ἐκλογαί ἀπό τά τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. (1914)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλακώ
|
[επεξεργασία]
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)