γλαρόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γλαρόνι | τα | γλαρόνια |
γενική | του | γλαρονιού | των | γλαρονιών |
αιτιατική | το | γλαρόνι | τα | γλαρόνια |
κλητική | γλαρόνι | γλαρόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλαρόνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλαρόνι ουδέτερο
- πουλί που μοιάζει με γλάρο, αλλά μικρότερο
- (γενικότερα) μικρός γλάρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλαρόνι
|