γλετζές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλετζές | οι | γλετζέδες |
γενική | του | γλετζέ | των | γλετζέδων |
αιτιατική | τον | γλετζέ | τους | γλετζέδες |
κλητική | γλετζέ | γλετζέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλετζές αρσενικό
- άλλη μορφή του γλεντζές