γλεύκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γλεῦκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλεύκος < αρχαία ελληνική γλεῦκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλεύκος ουδέτερο

  • Υγρό προϊόν που προκύπτει από νωπά σταφύλια, φυσικά ή με φυσικές επεξεργασίες. Από χημική άποψη, είναι ένα υδατικό διάλυμα διαφόρων οργανικών και ανόργανων ουσιών που αποτελούν συστατικά του σταφυλιού.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]