γλιστρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλιστρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλιστρίδα (είδος σκουληκιού) < γλίστρ(α) + -ίδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣliˈstɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλι‐στρί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλιστρίδα θηλυκό
- (βοτανική, γαστρονομία) μικρό φυτό (Ανδράχνη η ολησθηρίς / Portulaca oleracea) με πράσινα φύλλα που συνήθως τρώγεται σε σαλάτες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γλιστρώ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γλιστρίδα στη Βικιπαίδεια
- επίσης, στην ίδια οικογένεια: Πορτουλακοειδή (Portulacaceae) και η πορτουλάκα (Portulaca grandiflora)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «γλιστρίδα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλιστρίδα < {{λ|γλίστρα|gkm|γλίστρ(α){{ + -ίδα < → δείτε γλιστρῶ / ἐγλιστρῶ (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐκ + αρχαία ελληνική λίστρον
- Διαφορετική ετυμολογία για το φυτό γλυστρίδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλιστρίδα θηλυκό
- (βοτανική, γαστρονομία) gkm γλυστρίδα
- (ζωολογία) γεωσκώληκας
Πηγές[επεξεργασία]
- «γλιστρίδα», «γλυστρίδα» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Βοτανική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Γαστρονομία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζωολογία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)