γλιστρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γλυστρίδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλιστρίδα οι γλιστρίδες
      γενική της γλιστρίδας των γλιστρίδων
    αιτιατική τη γλιστρίδα τις γλιστρίδες
     κλητική γλιστρίδα γλιστρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γλιστρίδα
Γλιστρίδα σε σαλάτα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλιστρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλιστρίδα (είδος σκουληκιού) < γλίστρ(α) + -ίδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣliˈstɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλι‐στρί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλιστρίδα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλιστρίδα < γλίστρ(α) + -ίδα < → δείτε  γλιστρῶ / ἐγλιστρῶ (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐκ + αρχαία ελληνική λίστρον
Διαφορετική ετυμολογία για το φυτό γλυστρίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλιστρίδα θηλυκό

  1. (βοτανική, λαχανικό) gkm γλυστρίδα
  2. (ζωολογία) γεωσκώληκας

Πηγές[επεξεργασία]