γλουτένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλουτένη οι γλουτένες
      γενική της γλουτένης των γλουτενών
    αιτιατική τη γλουτένη τις γλουτένες
     κλητική γλουτένη γλουτένες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλουτένη < αγγλική gluten < γαλλική gluten < λατινική gluten < πρωτοϊταλική *gloiten < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glóh₁ytn̥ < *gleh₁y- (κολλώ, αλείφω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλουτένη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]