γλουταμινεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλουταμινεργικός < αγγλική glutaminergic < glutamine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε γλουταμίν(η) + -εργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γλουταμινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της γλουταμίνης
- ※ Η ισομορφή της γλουταμικής αφυδρογονάσης hGDH2 που κωδικοποιεί, εμπλέκεται στη γλουταμινεργική μετάδοση και στον ενεργειακό μεταβολισμό (Ειρήνη Φραγκιαδάκη, Συμπεριφορικές μελέτες κινητικότητας και μνήμης σε διαγονιδιακά GLUD2 ζώα, μεταπτυχιακή εργασία, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2022 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλουταμινεργικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εργικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)