γλυκίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκίνη οι γλυκίνες
      γενική της γλυκίνης των γλυκινών
    αιτιατική τη γλυκίνη τις γλυκίνες
     κλητική γλυκίνη γλυκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συντακτικός τύπος γλυκίνης.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycine < αρχαία ελληνική γλυκύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο NH2-CH2-COOH και σύμβολο Gly ή G. Είναι το απλούστερο αμινοξύ που υπάρχει.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]