γλυκαιμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκαιμία οι γλυκαιμίες
      γενική της γλυκαιμίας των γλυκαιμιών
    αιτιατική τη γλυκαιμία τις γλυκαιμίες
     κλητική γλυκαιμία γλυκαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε γλυκ(όζη) + -αιμία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣli.ceˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐και‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκαιμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]