Μετάβαση στο περιεχόμενο

γλυκογόνο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκογόνο τα γλυκογόνα
      γενική του γλυκογόνου των γλυκογόνων
    αιτιατική το γλυκογόνο τα γλυκογόνα
     κλητική γλυκογόνο γλυκογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycogène < glyco- (< αρχαία ελληνική γλυκύς) + -gène (< αρχαία ελληνική γίγνομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣli.koˈɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυκογόνο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλυκογόνο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]