γλυκοκορτικοειδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκοκορτικοειδή < γλυκό + κορτικοειδή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκοκορτικοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το γλυκό ως συνθετικό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτά τα κορτικοειδή επηρεάζουν και το μεταβολισμό σε γλυκογόνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]