γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός, -ή, -ό
- αυτός που έχει υποστεί ωραία επεξεργασία με μόλυβδο υπό φωτιά και με πέλεκυ
Σημειώσεις[επεξεργασία]
η λέξη αναφέρεται στο σχετικό γλωσσικό γύμνασμα γλωσσοδέτη: εκκλησιά μολυβδωτή γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή, που ανάγεται στην εποχή που ο τρούλος καλυπτόταν με μολυβδόφυλλα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητός
|