γλυκοφέγγει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γλυκοφέγγει
- (απρόσωπο ρήμα) γλυκοχαράζει, ξημερώνει, μόλις αρχίζει να φέγγει ο ήλιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκοφέγγει
|