γλυκοφιλημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκοφιλημένος η γλυκοφιλημένη το γλυκοφιλημένο
      γενική του γλυκοφιλημένου της γλυκοφιλημένης του γλυκοφιλημένου
    αιτιατική τον γλυκοφιλημένο τη γλυκοφιλημένη το γλυκοφιλημένο
     κλητική γλυκοφιλημένε γλυκοφιλημένη γλυκοφιλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοφιλημένοι οι γλυκοφιλημένες τα γλυκοφιλημένα
      γενική των γλυκοφιλημένων των γλυκοφιλημένων των γλυκοφιλημένων
    αιτιατική τους γλυκοφιλημένους τις γλυκοφιλημένες τα γλυκοφιλημένα
     κλητική γλυκοφιλημένοι γλυκοφιλημένες γλυκοφιλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣli.ko.fi.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κο‐φι‐λη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

γλυκοφιλημένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]