γλυκόπικρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γλυκόπικρος
- που είναι ταυτόχρονα γλυκός και πικρός ή (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) ευχάριστος και δυσάρεστος
γλυκόπικρος